- περιθέων
- περιθέωrun roundpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)περιθέωrun roundpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιθέω — ΜΑ περιβάλλω κάτι (α. «τάφρος περιθέει», Ομ. Οδ. β. «περὶ δὲ χρύσεος θέε πόρκης» περιέβαλλε χρυσό δακτυλίδι, Ομ. Ιλ. γ. «ὕδωρ περιθέον τὴν γῆν», Ευστ.) αρχ. 1. κινούμαι σε όλη την έκταση («περιθέοντες την Ἰταλίαν», Πλούτ.) 2. περιτρέχω, κινούμαι… … Dictionary of Greek